- πεμπτοβάθμιος
- -α, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέμπτη βαθμίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπτος + βαθμός + επίθημα -ιος (πρβλ. δευτερο-βάθμιος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.